-
1 перелом
1. (место, по которому переломлено что-л.) το σπάσιμο, η θραύσηзакрытый - мед. η θλάσηоткрытый - мед. το επιπεπλεγμένο κάταγμαраздробленный - мед. το συντριπτικό κάταγμα2. (резкое изменение, крутой поворот в развитии чего-л.) το κρίσιμο σημείο, η καμπή- болезни - της ασθένειας, η κρίση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перелом
-
2 кость
кость ж το κόκαλο; рыбья \кость το ψαροκόκαλο; перелом кости το κάταγμα* * *жτο κόκαλοры́бья кость — το ψαροκόκαλο
перело́м ко́сти — το κάταγμα
-
3 перелом
перелом м 1) (кости) το σπάσιμο, το κάταγμα 2) (резкое изменение) η κρίση, η στροφή* * *м1) ( кости) το σπάσιμο, το κάταγμα2) ( резкое изменение) η κρίση, η στροφή -
4 надлом
1. мед. η επιφανειακή θλάσητο κάταγμα2. (что-л., образованное надламыванием) το μικρό ρήγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > надлом
-
5 перелом
переломм1. τό σπάσιμο, ἡ θραύ-σΐ [-ις]. ἡ θλάσις / τό κάταγμα (кости)·2. (резкая перемена) ἡ (μετα)στροφή / ἡ κρίση [-ις] (в болезни). -
6 пролом
проломм τό σπάσιμο, τό κάταγμα ὀστοῦ (черепа, кости и т. п.)/ τό ρήγμα, τό ἄνοιγμα (в стене и т. п.). -
7 надлом
-а α.1. μικρό σπάσιμο, τσάκισμα ή μικρή θραύση•произвести надлом θραύω, σπάζω•
-в кости κάταγμα οστού•
надлом балки σπάσιμο της δοκού.
2. μτφ. συντριβή.3. βλ. надрыв (4, 6 σημ.). -
8 репозиция
-и θ.επανάθεση, επαναφορά στη θέση (για κάταγμα κ.τ.τ.).
См. также в других словарях:
κάταγμα — wool drawn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… … Dictionary of Greek
κάταγμα — το θλάση, σπάσιμο, τσάκισμα: Έπαθε κάταγμα στη δεξιά κνήμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταγμάτων — κάταγμα wool drawn neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάγμασι — κάταγμα wool drawn neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάγμασιν — κάταγμα wool drawn neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάγματα — κάταγμα wool drawn neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάγματι — κάταγμα wool drawn neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάγματος — κάταγμα wool drawn neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγματικός — καταγματικός, ή, όν (Α) [κάταγμα] 1. αυτός που υπόκειται σε κάταγμα, σε σπάσιμο 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάταγμα («καταγματικὴ ἐπίδεσις», Γαλ.) … Dictionary of Greek
καρυηδόν — (AM) επίρρ. 1. σαν καρύδι 2. φρ. «καρυηδὸν κάταγμα» συντριπτικό κάταγμα οστού με θρυμματισμό σε ορισμένο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ηδόν* (πρβλ. κλιμακ ηδόν, τετραποδ ηδόν)] … Dictionary of Greek